-
1 παρα-βλώψ
παρα-βλώψ, ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφϑαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφϑαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp.
-
2 παραβλώψ
A looking askance, squinting,παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ Il.9.503
, AP11.361 (Autom.);π. ὀφθαλμοί Luc.Ind.7
; of a person, Ael.Fr. 325; alsoπ. Λιταί Corn.ND12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβλώψ
-
3 παραβλωψ
(Λιταὴ παραβλῶπες ὀφθαλμώ Hom.; παραβλῶπες ὀφθαλμοί Luc.)
См. также в других словарях:
λιτή — η (AM λιτή) νεοελλ. μσν. 1. μικρή εκκλησιαστική δέηση που τελείται κατά τις ολονυκτίες 2. θρησκευτική πομπή, λιτανεία 3. ο εσωτερικός νάρθηκας ή εσωνάρθηκας τών μονών αρχ. 1. ικεσία, παράκληση, δέηση («ὡς οὐδέν ἡμῑν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek